ανταπάντηση — η απάντηση σε απάντηση: Στην ανταπάντησή του έβαλε οριστικά τα πράγματα στη θέση τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμειψις — ἄμειψις ( έως), η (Α) [ἀμείβω] 1. αλλαγή, ανταλλαγή 2. μεταβολή, αλλοίωση 3. διαδοχή 4. ανταπόδοση 5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
αντιπρεσβεύομαι — ἀντιπρεσβεύομαι (Α) στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως … Dictionary of Greek
μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… … Dictionary of Greek
μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… … Dictionary of Greek
παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ … Dictionary of Greek
συμβολικός — ή, ό / συμβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ. γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας»,… … Dictionary of Greek
Τεύτα — Βασίλισσα της Ιλλυρίας, η οποία διαδέχτηκε το 230 π.Χ. τον σύζυγό της Άγρωνα. Όταν η Ήπειρος, η Κέρκυρα και η Επίδαμνος λεηλατήθηκαν από Ιλλυριούς πειρατές κατά το 230 και 229, ζήτησαν τη βοήθεια των Ρωμαίων και αυτοί έστειλαν πρεσβεία προς την Τ … Dictionary of Greek